- ξυνοχή
- συνοχήholding togetherfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνοχή — ξυνοχή, ἡ (Α) βλ. συνοχή … Dictionary of Greek
ξυνοχῇ — συνοχέομαι pres subj mp 2nd sg συνοχέομαι pres ind mp 2nd sg συνοχέομαι pres subj act 3rd sg συνοχή holding together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνοχῆι — ξυνοχῇ , συνοχέομαι pres subj mp 2nd sg ξυνοχῇ , συνοχέομαι pres ind mp 2nd sg ξυνοχῇ , συνοχέομαι pres subj act 3rd sg ξυνοχῇ , συνοχή holding together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… … Dictionary of Greek
PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι … Hofmann J. Lexicon universale